η ομάδα Φράγκου
Οι δυνάμεις του Αθανασίου Φράγκου τό βράδυ της 16ης Αυγούστου 1922 βρίσκονταν στό Τσουρούμ Δάγ, δυτικώς του Τουμλού Μπουνάρ, εκτός από τούς τσολιάδες του Πλαστήρα πού ήταν προωθημένοι στό Χασάν Ντεντέ Τεπέ, περιμένοντας τίς δυνάμεις του Τρικούπη. Αλλεπάλληλες τουρκικές επιθέσεις ανάγκασαν τόν Φράγκου σέ περαιτέρω υποχώρηση, καί αφού εγκατέλειψε τήν κοιλάδα Μπανάζ, οχυρώθηκε ανατολικά του Ουσάκ γιά να καλύψει τή σιδηροδρομική γραμμή.
Τό βάρος της μάχης τό έλαβε τό 34ο σύνταγμα του Ιωάννη Πιτσίκα τό οποίο κράτησε τίς θέσεις του, μέχρι πού δέχτηκε επίθεση από τό αριστερό του, πού κάλυπτε τό 4ο σύνταγμα του αντισυνταγματάρχη Χατζηγιάννη. Ο τελευταίος, χωρίς ιδιαίτερη πίεση παράτησε τή θέση του καί τράπηκε σέ φυγή. Εκείνη τή στιγμή συνέβη κάτι το απίθανο. Από ένα αντικρινό λόφο κατέβαιναν τραγουδώντας οι τσολιάδες του 5/42. Είχαν διασπάσει τίς τουρκικές γραμμές καί επέστρεφαν εν πλήρει τάξη. Ο Καρα - Σείτάν μάζεψε τότε τούς φυγάδες του 4ου συντάγματος μαζί μέ τόν διοικητή τους καί ξεκίνησε αντεπίθεση κατά του εχθρού. Ο "Μαύρος Καβαλλάρης" μετέτρεψε τά πρόβατα σε λιοντάρια. Οι στρατιώτες μας είχαν ανάγκη από ηγέτες, αλλά τούς άξιους αξιωματικούς τούς είχε εκδιώξει η κυβέρνηση των Αθηνών. Καί βεβαίως είχαν δίκιο οι Βυζαντινοί πού έλεγαν: "βέλτιον λέοντα άρχειν ελάφων ήπερ λεόντων έλαφον"
H ζημιά από τή φυγή Χατζηγιάννη είχε ήδη γίνει. Τό Ουσάκ, κέντρο ανεφοδιασμού, έπεσε. Η φάλαγγα Φράγκου υποχωρούσε ακόμα δυτικότερα. Αν κρατούσε ο Φράγκου 24 ώρες ακόμα στό Ουσάκ, θά κατάφερνε νά ενωθεί μέ τόν Τρικούπη, ο οποίος παραδίδονταν στίς 20 Αυγούστου στά περίχωρα της πόλης. Η τραγωδία των μεραρχιών πού διοικούσε ο Φράγκου συνεχίζονταν.
Τό βάρος της μάχης τό έλαβε τό 34ο σύνταγμα του Ιωάννη Πιτσίκα τό οποίο κράτησε τίς θέσεις του, μέχρι πού δέχτηκε επίθεση από τό αριστερό του, πού κάλυπτε τό 4ο σύνταγμα του αντισυνταγματάρχη Χατζηγιάννη. Ο τελευταίος, χωρίς ιδιαίτερη πίεση παράτησε τή θέση του καί τράπηκε σέ φυγή. Εκείνη τή στιγμή συνέβη κάτι το απίθανο. Από ένα αντικρινό λόφο κατέβαιναν τραγουδώντας οι τσολιάδες του 5/42. Είχαν διασπάσει τίς τουρκικές γραμμές καί επέστρεφαν εν πλήρει τάξη. Ο Καρα - Σείτάν μάζεψε τότε τούς φυγάδες του 4ου συντάγματος μαζί μέ τόν διοικητή τους καί ξεκίνησε αντεπίθεση κατά του εχθρού. Ο "Μαύρος Καβαλλάρης" μετέτρεψε τά πρόβατα σε λιοντάρια. Οι στρατιώτες μας είχαν ανάγκη από ηγέτες, αλλά τούς άξιους αξιωματικούς τούς είχε εκδιώξει η κυβέρνηση των Αθηνών. Καί βεβαίως είχαν δίκιο οι Βυζαντινοί πού έλεγαν: "βέλτιον λέοντα άρχειν ελάφων ήπερ λεόντων έλαφον"
H ζημιά από τή φυγή Χατζηγιάννη είχε ήδη γίνει. Τό Ουσάκ, κέντρο ανεφοδιασμού, έπεσε. Η φάλαγγα Φράγκου υποχωρούσε ακόμα δυτικότερα. Αν κρατούσε ο Φράγκου 24 ώρες ακόμα στό Ουσάκ, θά κατάφερνε νά ενωθεί μέ τόν Τρικούπη, ο οποίος παραδίδονταν στίς 20 Αυγούστου στά περίχωρα της πόλης. Η τραγωδία των μεραρχιών πού διοικούσε ο Φράγκου συνεχίζονταν.
«Τα υψώματα του Ακ Τας δεσπόζουν του κάμπου που ξαπλώνεται, απέραντος θάλεγε κανείς, βορειανατολικά της Φιλαδέλφειας. Εκεί, μέσα σ' ένα σύδενδρο έχει στήσει το καραούλι του ένας Τσολιάς και το θέαμα, που βλέπει, τον κάνει να χλωμιάσει από την φρίκη. Ένα ατέλειωτο λεφούσι ξεχύνεται μέσα στο κάμπο, είναι αμέτρητοι οι Τούρκοι. Κινούνται ταχύτατα, σαν να ήθελαν να προφθάσουν κάτι. Τι; Μα τι άλλο; - το Στρατό μας. Θέλουν να καταλάβουν το Ακ Τας και ν' αποκόψουν τις Μεραρχίες του Φράγκου και του Γονατά. Η παράδοση του Τρικούπη τους είχε ανοίξει την όρεξη. Πίστευαν, ότι θα πιάσουν όλο το Στρατό μας αιχμάλωτο.
Τη στιγμή που ο Πλαστήρας παίρνει την αναφορά του σκοπού του, καταφθάνει κι ένας αγγελιαφόρος της 7ης. Ο μέραρχος Κουρουσόπουλος πληροφορεί το διοικητή του 5/42 ότι πιέζεται ισχυρά και του ζητεί να καταλάβει τα υψώματα του Ακ Τας, καλύπτοντας το αριστερό του. Κι ο Πλαστήρας διαισθάνεται αμέσως, ότι είναι η ευκαιρία να επαναλάβει το θρίαμβο του Ασλανάρ. Δεν σπεύδει να καταλάβει τα υψώματα. Παρακολουθεί τις τούρκικες περιπόλους, που προωθούνται για ν' αναγνωρίσουν το Ακ Τας. Κι όταν φεύγουν για ν' αναφέρουν στο Φεβζή Πασά, ότι είναι αφύλακτα, οι Τσολιάδες μας σκαρφαλώνουν έρποντας - γνωρίζουν τις συνήθειες του διοικητή τους κι εκτελούν τις διαταγές του με σχολαστική ακρίβεια.
Οι Τούρκοι είναι τετραπλάσιοι. Προχωρούν όμως, ανύποπτοι, βέβαιοι ότι ο Στρατός μας έχει φθάσει στη Φιλαδέλφεια. Προπορεύονται τμήματα ιππικού - περίπου 500 ιππείς κι ακολουθούν το πεζικό σε πυκνές φάλαγγες. Βιάζονται και δεν παίρνουν αυστηρά μέτρα ασφαλείας. Αλλ' οι Τσολιάδες μας καραδοκούν με το δάκτυλο στη σκανδάλη.
Χρειάζεται μεγάλη ψυχραιμία για ν' αφήνεις τον τετραπλάσιο εχθρό να φθάνει μέχρι την κάνη του τουφεκιού σου, απόλυτη πειθαρχία πυρός, πίστη στην ηγεσία και, προς παντός, ψυχή. Οι Τούρκοι έχουν πλησιάσει τόσο κοντά, που οι Τσολιάδες διακρίνουν τα χαρακτηριστικά τους, ακούνε τις κουβέντες τους - το χνώτο τους βαραίνει την ατμόσφαιρα. Κι άξαφνα ξεσπά ο κεραυνός. Οι πλαγιές ξερνούν καυτό μολύβι, σείεται η κοιλάδα. Τα πολυβόλα μας αποδεκατίζουν τους Τούρκους, τ' άλογα χλιμιντρίζουν αγριεμένα, ρίχνουν τους αναβάτες τους και τρέπονται σε φυγή. Τα βογγητά αντηχούν ως πέρα, μέχρι τη κοιλάδα του Αλή Βεράν - μνημόσυνο στις ψυχές των αδικοσκοτωμένων παλικαριών μας.
Οι Τούρκοι κάνουν να φύγουν τότε επεμβαίνει το πυροβολικό. Εκτελεί πυρά φραγμού - όχι για να πλησιάσουν οι Τούρκοι, αλλά για να μη φύγουν. Τους έχει ζώσει ένας πύρινος κλοιός.
Κάποτε τα πολυβόλα άναψαν, οι κάνες των πυροβόλων κοκκίνησαν. Οι Τσολιάδες ορμούν το γνωρίζουν καλά το μάθημα τους. Δεν ήταν επίθεση εκείνη - σαν δαίμονες ξεπηδούν τα παλικάρια της Θεσσαλίας μας. Είναι οι τρομεροί εκδικητές της σφαγής του Αλή Βεράν. Και οι τρείς Μεραρχίες - αυτές ήταν οι δυνάμεις, που αντιμετώπισε το 5/42 - τρέπονται σε φυγή. Είναι τόσο τρομοκρατημένοι οι Τούρκοι, ώστε μέχρι το βράδυ δεν τολμούν να πλησιάσουν.»
Γιάννης Καψής - Χαμένες Πατρίδες, 1962
Τήν επομένη τό ελληνικό στράτευμα συμπτύχθηκε πρός τή Φιλαδέλφεια (Αλάσεχιρ). Στήν πόλη είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες πρόσφυγες Ελληνες καί Αρμένιοι. Ετρεχαν νά γλυτώσουν από τούς τσέτες, αλλά ταυτόχρονα εμπόδιζαν τόν ελληνικό στρατό να οργανώσει στοιχειωδώς τήν άμυνά του. Ο Φράγκου έψαχνε τήν 5η Μεραρχία γιά νά της δώσει εντολή νά μεταφερθεί σιδηροδρομικώς στό Σαλιχλί γιά νά οργανώσει νέα γραμμή αμύνης. Αλλά 5η Μεραρχία δέν υπήρχε. Την αποστολή αυτή ανέλαβε ποιός άλλος; Ο "Καρα Σεϊτάν", ο οποίος έσπευσε μέ τό 5/42 στό Σαλιχλί, όπου θα ετίθετο υπό τάς διαταγάς του διοικητή της Μεραρχίας Ιππικού, υποστράτηγου Καλλίνσκυ.
Δυστυχώς όμως, ο Πλαστήρας φθάνοντας στό Σαλιχλή, διαπίστωσε ότι η Μεραρχία Ιππικού δέν είχε οργανώσει δεόντως τήν άμυνα της πόλεως. Ο Θεσσαλός συνταγματάρχης συνέστησε τήν αλλαγή του τρόπου αμύνης καί πρότεινε ένα σχέδιο σύμφωνα μέ τό οποίο οι Τσολιάδες του θα καθήλωναν τους Τούρκους καί θα τους υποχρέωναν να πεζομαχήσουν. Κι όταν η μάχη θα είχε ανάψει για καλά, το ιππικό μας θα εξαπέλυε επίθεση από τα αριστερά. Ο Καλλίνσκης μέ τόν επιτελάρχη του Αλέξανδρο Παπάγο συμφώνησαν κι ο Πλαστήρας ξεκίνησε να επιστρέψει στους Τσολιάδες του. Επιστρέφοντας άκουσε πυροβολισμούς. Τί είχε γίνει;
Δυστυχώς όμως, ο Πλαστήρας φθάνοντας στό Σαλιχλή, διαπίστωσε ότι η Μεραρχία Ιππικού δέν είχε οργανώσει δεόντως τήν άμυνα της πόλεως. Ο Θεσσαλός συνταγματάρχης συνέστησε τήν αλλαγή του τρόπου αμύνης καί πρότεινε ένα σχέδιο σύμφωνα μέ τό οποίο οι Τσολιάδες του θα καθήλωναν τους Τούρκους καί θα τους υποχρέωναν να πεζομαχήσουν. Κι όταν η μάχη θα είχε ανάψει για καλά, το ιππικό μας θα εξαπέλυε επίθεση από τα αριστερά. Ο Καλλίνσκης μέ τόν επιτελάρχη του Αλέξανδρο Παπάγο συμφώνησαν κι ο Πλαστήρας ξεκίνησε να επιστρέψει στους Τσολιάδες του. Επιστρέφοντας άκουσε πυροβολισμούς. Τί είχε γίνει;
«Ένα από τα τάγματα του Πλαστήρα είχε καταυλισθεί όπως είδαμε, στις νότιες παρυφές του Σαλιχλή. Οι Τσολιάδες μας είχαν την ανέλπιστη τύχη να κοιμηθούν - με τις αρβύλες, ζωσμένοι τις ξιφολόγχες και τις μπαλάσκες, είναι αλήθεια, αλλά κοιμόντουσαν. Πριν ακόμη χαράξει, ένας νεαρός διοικητής λόχου, ο ανθυπολοχαγός - τότε - Μινιουδάκης, σηκώθηκε και μ' ένα συνάδελφό του προχώρησε να πλυθεί σε μια κοντινή βρύση. Ποιος ξέρει πότε άλλοτε θα είχε κανείς τη τύχη να τον φυλάγουν άλλοι! Πίστευε, ότι το ιππικό μας κρατούσε τη στενωπό των Αντάλων. Αλίμονο, όμως, δεν ήταν γραφτό να πλυθεί. Είχε πλησιάσει στη βρύση, όταν είδε δυο-τρεις σκιές να κινούνται στο βάθος του δρόμου. Πρόσεξε καλύτερα και κατάλαβε. Ήταν Τούρκοι. Δεν μπορούσε να κάνει λάθος. Αλλά κι αν αμφέβαλε, μια σφαίρα, που σφύριξε δίπλα του, τον έπεισε απόλυτα.
Οι Τσολιάδες πετάχθηκαν ξαφνιασμένοι. Είχαν αιφνιδιασθεί. Αρπαξαν τα όπλα τους κι οχυρώθηκαν πρόχειρα μέχρις ότου διαπιστώσουν πού ήταν ο εχθρός. Δεν ήταν καθόλου δύσκολο. Οι Τούρκοι κατείχαν την απέναντι πλευρά του δρόμου. Είχαν μπει στο Σαλιχλή πριν από τους Τσολιάδες, τους οποίους δεν αντιλήφθηκαν όταν έφθασαν, περασμένα μεσάνυκτα - όπως δεν τους αντελήφθηκαν κι οι Τσολιάδες. Κι οι δύο αντίπαλοι αιφνιδιάστηκαν, περισσότερο, όμως οι δικοί μας. Μέσα σε λίγα λεπτά μια σκληρή οδομαχία είχε ανάψει μέσα στο Σαλιχλή. Την ίδια εκείνη στιγμή τα δύο άλλα τάγματα του 5/42, είχαν αφήσει την κωμόπολη και προχωρούσαν προς Βορρά. Έτσι, το Σαλιχλή βρέθηκε αμαχητί στα χέρια των Τούρκων, ο σταθμός κατελήφθη. Μόνο ο ταγματάρχης Παναγάκος, επιτελής της Στρατιάς, που βρέθηκε αποκομμένος εκεί, οχυρώθηκε σ' ένα δωμάτιο του σταθμού και αντέταξε λυσσώδη άμυνα - έδωσε στους Τούρκους ένα ακόμη μάθημα του τι θα πει Έλληνας αξιωματικός.
Η περιγραφή της μάχης του Σαλιχλή θα έπρεπε να σταματήσει στο σημείο αυτό. Ας μείνει η φαντασία ελεύθερη, αχαλίνωτη, για να ξαναζωντανέψει την ανδρεία των λιγοστών εκείνων παλικαριών, που έπλυναν στο τουρκικό αίμα τη προσβολή του Καρατζά Χισάρ. Ας αφηνιάσει η φαντασία - και πάλι δεν θα μπορέσει να δώσει όλο το μεγαλείο της μάχης του Σαλιχλή.
Οι Τσολιάδες μας αιφνιδιάστηκαν, είναι αλήθεια. Αλλά δεν πανικοβλήθηκαν. Αρπαξαν τα τουφέκια τους κι εφάρμοσαν το γνώριμο επιτελικό σχέδιο τους - όρμησαν κραυγάζοντες «Αέρα!». Κι η τρομερή κραυγή τους ακούσθηκε σαν κεραυνός. Όρμησαν και τ' αστραποβόλημα των λογχών τους διέλυσε το σύθαμπο του πρωινού. Ήταν τρομακτική η σύγκρουση. Οι Τούρκοι είχαν ένα πυροβόλο κι άρχισαν να βάλλουν αδιακρίτως. Έριχναν και στα τούρκικα σπίτια και τα πυρομαχικά, που έκρυβαν οι Τούρκοι κάτοικοι, τιναζόντουσαν στον αέρα, πνίγοντας την ατμόσφαιρα στη σκόνη.
Ο Πλαστήρας, μόλις άκουσε τους πυροβολισμούς, έμπηξε άγρια τα σπιρούνια του στα πλευρά του αλόγου του και το υποχρέωσε να τιναχθεί αγριεμένο - χύθηκε σαν θύελλα. Ο υπασπιστής του δεν μπορεί να τον παρακολουθήσει. Κι αυτό τον σώζει. Μπαίνοντας στο Σαλιχλή πέφτει σε μια τουρκική περίπολο. Τ' άλογό του σκοτώνεται κι ο Πλαστήρας τραβά το περίστροφο για ν' αμυνθεί - να πολεμήσει για τη ζωή του πλέον. Στην κρίσιμη στιγμή φθάνει ο υπασπιστής κι οι Τούρκοι διαλύονται. Με τ' άλογο του υπασπιστή του τώρα, ο Πλαστήρας φθάνει στο τρίτο τάγμα του. Νομίζει, ότι έχουν προσβληθεί τα δύο άλλα κι αναζητά την εφεδρεία για να τα βοηθήσει. Βρίσκει, όμως την εφεδρεία να έχει εμπλακεί σ' έναν απελπισμένο αγώνα.
Ήταν δεινή η θέση των Τσολιάδων μας. Είχαν σχεδόν κυκλωθεί - ήταν αδύνατο να ξεχωρίσουν από πού τους κτυπούσαν οι Τούρκοι. Οι καπνοί των εκρήξεων, ο κουρνιαχτός της μάχης σκέπαζαν τα πάντα. Δεν υπήρχε παρά μια μόνο διέξοδος: ν' ανοίξουν το δρόμο ανάμεσα στους Τούρκους - πατώντας στα κορμιά τους. Κι έξαφνα, μέσα στον ορυμαγδό, ακούσθηκε το νοσταλγικό πια σάλπισμα «Προχωρείτε... προχωρείτε».
Η μάχη του Σαλιχλή θα μπορούσε να ήταν υπόδειγμα τακτικής - μια πολύωρη οδομαχία μ' όλους τους κανόνες της πολεμικής τέχνης. Θα μπορούσε να ήταν ακόμη ένα θαυμάσιο παράδειγμα πειθαρχίας - οι Τσολιάδες μας, αν κι αιφνιδιάστηκαν, αν κι αποκόπηκαν δεν τους συνεπήρε η θύελλα του πανικού. Περισσότερο, όμως κι από υπόδειγμα τακτικής, παράδειγμα πειθαρχίας, είναι ένα θαυμάσιο δείγμα της ελληνικής παλικαριάς. Πενταπλάσιοι, ίσως και δεκαπλάσιοι, ήταν οι Τούρκοι. Καλύτερα οπλισμένοι από τους δικούς μας, ευέλικτοι επάνω στ' άλογά τους. Τα είχαν όλα, πλην της ελληνικής ψυχής, που ξεπετάχτηκε μέσα απ' τη συμφορά, υπέροχη, ωραία, παρά ποτέ άλλοτε.
Σαν διάβολοι πήδηξαν οι Τσολιάδες μας. Με την ξιφολόγχη, σαν τα σαλιγκάρια έβγαζαν τους Τούρκους μέσα από τα σπίτια τους. Οι οβίδες έσκαγαν εδώ κι εκεί - κανείς δεν γνώριζε από πού προέρχονταν, για ποιον προορίζονταν. Το αίμα έβαψε άφθονο το καλντερίμι του Σαλιχλή. Ήταν τρομερή η επιθετική ορμή των ανδρών μας, αλλά και λυσσώδης η άμυνα των Τούρκων. Οι αντίπαλοι γνώριζαν καλά, ότι η μάχη εκείνη θα έκρινε οριστικά, όχι πια την μικρασιατική εκστρατεία - ήταν πλέον οριστικά καταδικασμένη. Στη μάχη του Σαλιχλή κρινόταν ο πόλεμος Ελλάδας και Τουρκίας.»
Γιάννης Καψής - Χαμένες Πατρίδες, 1962
Η νίκη της 23ης Αυγούστου στό Σαλιχλή, έδωσε τήν ευκαιρία στά υπόλοιπα τμήματα του ελληνικού στρατού να υποχωρήσουν χωρίς ιδιαίτερη ενόχληση από τούς Τούρκους. Βέβαια τό μεγαλύτερο τμήμα δέν ήταν πλέον ελληνικός στρατός, αλλά ένας όχλος ελεεινών καί εξαθλιωμένων ανθρώπων, πολλοί από τούς οποίους φέρονταν σάν κοινοί εγκληματίες καίγοντας καί βιάζοντας τήν ίδια ώρα πού οι συντρόφοι τους έδιναν τή ζωή τους, γιά να τούς γλυτώσουν. Ο όχλος αυτός έτρεχε πρός τήν Ερυθραία νά βρεί τά πλοία πού περίμεναν στό Τσεσμέ (Κρήνη).
Εν τω μεταξύ τό απόσπασμα Λούφα, έφθασε τήν 24η Αυγούστου στό Μπίν Τεπέ καί εγκαταστάθηκε στά γύρω υψώματα γιά νά καλύψει τίς συμπτυσσόμενες δυνάμεις πρός Κασαμπά. Οι τουρκικές δυνάμεις καθηλώθηκαν στό Μπίν Τεπέ, δίδοντας τόν καιρό στά ελληνικά τμήματα νά οχυρωθούν στόν Κασαμπά. Ηταν 25 Αυγούστου 1922 καί οι Τούρκοι είχαν πλησιάσει επικίνδυνα στήν Σμύρνη. Μία Σμύρνη πού η ανικανότητα της πολιτικής ηγεσία καί η προδοτική συμπεριφορά του Χατζηανέστη καί του Στεργιάδη είχαν αφήσει ανοχύρωτη.
Ανεξάρτητος Μεραρχία
Η Ανεξάρτητη Μεραρχία έφθασε στη Μικρά Ασία με αργοπορία. Είχε συγκροτηθεί στη Θράκη τον Ιούλιο του 1921 για να συμμετάσχει στην κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως. Πρώτος διοικητής ήταν ο Υποστράτηγος Γεώργιος Λεοναρδόπουλος. Τόν Αυγουστο του 1922, διοικητής της ήταν ο Δημήτριος Θεοτόκης, μέ επιτελικούς αξιωματικούς τούς διοικητές των συνταγμάτων της, Κωνσταντίνου Ιωάννη, Τσίπουρα Ν., Κολομβότσο Ν. καί Μαυρογένους Σ. Η επίθεση των Τούρκων στη περιοχή του Αφιόν την βρήκε να κατέχει τον τομέα του Σεϊντή Γαζή - Ακ Ιν. Η Μεραρχία πήρε διαταγή να σπεύσει για βοήθεια του Α' Σώματος, που σφάδαζε, ήδη, βαριά πληγωμένο. Ή κίνηση της Μεραρχίας άρχισε στις 16 Αυγούστου κι αμέσως τα τμήματα της αντιμετώπισαν σφοδρή αντίσταση.
Τό πρωϊνό της 18ης Αυγούστου, η Ανεξάρτητος Μεραρχία ξεκίνησε από το Σιδηροδρομικό Σταθμό Αλαγιούντ, με κατεύθυνση την Κιουτάχεια. Ωστόσο, μετά από μια πορεία 4 χιλιομέτρων η Μεραρχία στράφηκε προς νότον, ακολουθώντας την αμαξιτή οδό παραπλεύρως της κοίτης του ποταμού Γύμαρη, ο οποίος βρίσκεται μέσα σε ένα φαράγγι μήκους 18 χιλιομέτρων. Ο Γύμαρης είναι παραπόταμος του Σαγγάριου ποταμού. Εκεί σέ μία στενωπό, η Μεραρχία συνάντησε τά παραμορφωμένα από τά βασανιστήρια καί πολλές φορές ανασκολοπισμένα πτώματα Ελλήνων στρατιωτών. Ηταν οι στρατιώτες του 32ου Συντάγματος τό οποίο είχε εγκαταλείψει ο διοικητής του Π. Σπυρόπουλος, αφήνοντας τούς Ευζώνους του στή μοίρα τους. Ο Σπυρόπουλος ήταν από τίς περιπτώσεις εκείνων των ανίκανων αξιωματικών, ο οποίος είχε προαχθεί από λοχαγός σε αντισυνταγματάρχη μόνο καί μόνο εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Η εκδίωξη άξιων αξιωματικών από τόν Γούναρη, καί η αντικατάστασή του μέ ανίκανους, έφερε τήν καταστροφή στην Μικρά Ασία καί τόν χαμό χιλιάδων στρατιωτών μας.
Η Ανεξάρτητη συνέχισε την πορεία της προς την Κιουτάχεια. Ο Ινονού διέταξε την 1η Μεραρχία Πεζικού, του Νουρεντίν, να την αναχαιτίσει. Κι αμέσως ξεκίνησε μια φονική μάχη, που διήρκεσε 12 ώρες. Οι δύο αντίπαλοι πολέμησαν με λύσσα καί οι Τούρκοι ανατράπηκαν. Ήταν μεγάλες οι απώλειες της μάχης εκείνης. Το 53ο Σύνταγμα είχε σχεδόν αποδεκατισθεί. Η Ανεξάρτητη συνέχισε πρός Ουσάκ. Κανείς δεν γνώριζε την παράδοση του Τρικούπη, όταν τό πρωΐ της 20ης Αυγούστου εμφανίστηκε ένα ελληνικό αεροπλάνο το οποίο, αφού αναγνώρισε τη φάλαγγα, έριξε σιδερένιο δοχείο που περιείχε την διαταγή της Στρατιάς:
"19.8.1922. Προς Ανεξάρτητον Μεραρχίαν. Παρά πάσαν προσδοκίαν, η νότια ομάς Μεραρχιών συγκεντρούται ταχύτατα υπό την πίεσιν του εχθρού ανατολικώς της Φιλαδελφείας. Το Γ΄ Σώμα Στρατού συγκεντρούται άνευ πιέσεως ανατολικώς της Προύσης. Επειδή η τροπή των επιχειρήσεων εις την νότια ομάδα επέφερε σύμπτυξιν ταχυτέραν της αναμενομένης, κανονίσατε την θέσιν σας υποχωρούντες εν ανάγκη και προς βορράν και τρεφόμενοι εκ των πόρων της χώρας. Το Γ΄ Σώμα Στρατού διατάσσεται, όπως δι' αναγνωρίσεων αεροπορικών παρακολουθή την κίνησιν της Μεραρχίας και παρέχη αυτή πάσαν πληροφορίαν περί εχθρικών κινήσεων. Χατζανέστης Διοικητής Στρατιάς"
Το δοχείο περιείχε και προσωπικές πληροφορίες, τις οποίες είχε συλλέξει ο αεροπόρος Ξηρός Γεώργιος κατά τη διάρκεια της πτήσεως του. Από τις πληροφορίες που έδωσε ο αεροπόρος, προέκυπτε ότι το Γ' Σώμα Στρατού συμπτύσσονταν δίχως πίεση και θα μπορούσε, θεωρητικά τουλάχιστον, αντί να υποχωρήσει, να επιτεθεί στα νώτα του εχθρού που καταδίωκε το Νότιο Συγκρότημα όμως αυτό δυστυχώς δεν συνέβη. Μετά τη λήψη της διαταγής και τις προσωπικές πληροφορίες του αεροπόρου, συνεκλήθη το πολεμικό συμβούλιο της Μεραρχίας, κατά τη διάρκεια του οποίου αποφασίστηκε η πορεία προς Γκεντίζ, Σιμάβ, Σιντιργί, Κιρκαγάτς.
Από τη στιγμή εκείνη η πορεία της Ανεξάρτητης θυμίζει εκπληκτικά την κάθοδο των Μυρίων προς τη θάλασσα. Διέσχισε μία περιοχή σχεδόν αμιγώς τουρκική και δεχόμενη συνεχώς τις επιθέσεις του τουρκικού ιππικού, ενέδρες άτακτων, ακόμα καί χωρικών. Καί όμως κατάφερε νά αποκρούσει όλες τίς επιθέσεις καί νά σώσει χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιους πρόσφυγες του Κίρκαγατς και της Περγάμου. Χιλιάδες χριστιανικές ψυχές σώθηκαν χάρη στην Ανεξάρτητη Μεραρχία καί τήν γενναιότητα πού επέδειξαν οι αξιωματικοί της καί οι Ευζώνοι της.
Τό μεσημέρι της 20ης Αυγούστου, η Μεραρχία συνέχισε την πορεία της επάνω στην ίδια οδό προς Γκεντίζ. Πλησίον του Χατζί Κιόϊ, η εμπροσθοφυλακή αντίκρισε καί άλλους σωρούς από πτώματα Ελλήνων στρατιωτών, γυμνών και παραμορφωμένων με βγαλμένα μάτια και κομμένα κεφάλια. Προφανώς ανήκαν και αυτοί στο 32ο Σύνταγμα Πεζικού και είχαν σωθεί από την πρώτη ενέδρα των Τούρκων στη στενωπό νότια της Κιουτάχειας. Με τη δύση του ηλίου, σε μια θέση λίγο πριν το Γκεντίζ, η Μεραρχία, μετά από μια πορεία 30 χιλιομέτρων, σταμάτησε για να διανυκτερεύσει. Τα τρόφιμά της είχαν αρχίσει να τελειώνουν, όπως καί τά πολεμοφόδια.
Η Μεραρχία, έχοντας βγάλει το συμπέρασμα ότι το Ουσάκ βρισκόταν ήδη σε τουρκικά χέρια, άρχισε να ετοιμάζεται για την πορεία προς το Σιμάβ που βρισκόταν δυτικά του Γκεντίζ. Μετά το πρωινό ρόφημα και τη διανομή του συσσιτίου της ημέρας, οι λόχοι έκαψαν όλες τις περιττές αποσκευές για να μη δυσχεραίνεται η πορεία.
Όταν η οπισθοφυλακή είχε υπερβεί το χωριό Τσάικιοϊ, δέχτηκε επίθεση από ίλη τουρκικού ιππικού. Η δύναμη αυτή ήταν προπομπός φάλαγγας, δυνάμεως Μεραρχίας, η οποία κινούμενη από Γκεντίζ προς Σιμάβ, σκόπευε να προλάβει την κατάληψη του Σιμάβ από τους Έλληνες. Στις 04.00 της 22ας Αυγούστου η Μεραρχία ξεκίνησε προς το Σιμάβ υπό το σεληνόφως. Γύρω στις 10.00 η εμπροσθοφυλακή εισήλθε στην πόλη, με συντεταγμένη φάλαγγα κατά τετράδες, μαζί με την πυροβολαρχία της και διήλθε από το κέντρο της πόλης, με εντυπωσιακό τρόπο, σαν να επρόκειτο για παρέλαση. Οι κάτοικοι που ήταν στην πλειονότητα τους Τούρκοι, συγκεντρώθηκαν στην αγορά και περιποιήθηκαν τους Έλληνες οπλίτες, φρονίμως ποιούντες, έως ότου ξεκαθαρίσει η συγκεχυμένη κατάσταση. Φαίνεται ότι η εμφάνιση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας στο Σιμάβ ήταν αντίθετη με τις ειδήσεις, οι οποίες κυκλοφορούσαν για την πανωλεθρία του Ελληνικού Στρατού στο Αφιόν Καρά Χισάρ.
Οι Ελληνικές δυνάμεις που ήταν εγκαταστημένες στο Σιμάβ είχαν αποχωρήσει πριν τέσσερις ημέρες, όμως στην αγορά υπήρχαν ακόμη ελληνικές επιγραφές. Ο Τούρκος δήμαρχος διατάχθηκε να παρασκευάσει αμέσως ψωμί για τους Έλληνες οπλίτες και να συγκεντρώσει κριθάρι για τα ζώα. Το 2ο επιτελικό γραφείο της Μεραρχίας ανακάλυψε μυστικό τηλέφωνο που συνέδεε το Σιμάβ με το Ντεμιρτζί και χρησιμοποίησε αξιωματικούς που μιλούσαν τουρκικά για να αποσπάσει πληροφορίες από τον Καϊμακάμη του Ντεμιρτζί. Αυτός δε τους πληροφόρησε ότι οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το Ουσάκ και προήλαυναν προς τη Φιλαδέλφεια (Αλάσεχιρ). Επειδή αναμενόταν η άφιξη ισχυρής τουρκικής δύναμης στο Σιμάβ, ο Μέραρχος αποφάσισε να αποσύρει τις δυνάμεις του από την πόλη. Γύρω στις 21.00 η Μεραρχία αναχώρησε προς το χωριό Ορελάρ, μετά δε από πορεία 11 χλμ. έφθασε εκεί για να καταυλιστεί.
Η Ανεξάρτητη Μεραρχία ξεκίνησε στις 06.00 της 23ης Αυγούστου προς το Γενίκιοϊ, ενώ είχε φροντίσει να διαδοθεί ότι θα προχωρούσε προς το Ντεμιρτζί που βρισκόταν νότια της κοίτης του ποταμού Σιμάβ. Η πορεία μετά το Γενίκιοϊ συνεχίστηκε προς το Μουτάκιοϊ, στα περίχωρα του οποίου και καταυλίστηκε μετά από πορεία 27 χιλιομέτρων περίπου.
Στίς 25 Αυγούστου έφθασε στό Σιντιργί. Το Σιντιργί ήταν πρωτεύουσα του ομωνύμου καζά του Μπαλίκεσιρ. Τότε είχε περί τους δύο χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι μισοί ήταν Έλληνες. Τότε μια μεγάλη επιτροπή των Ελλήνων κατοίκων παρουσιάστηκε στο Μέραρχο και υπέβαλε παράκληση των κατοίκων να ακολουθήσουν τη Μεραρχία, επειδή φοβούνταν τις αντεκδικήσεις των Τούρκων. Ο Μέραρχος ήθελε μεν να βοηθήσει τους ομογενείς, όμως δεν γνώριζε αν συνέφερε να τους πάρει μαζί του. Τελικά αποφάσισε να αρνηθεί το αίτημα, μολονότι οι διοικητές των Συνταγμάτων Πεζικού επιθυμούσαν να συμπεριλάβουν στις τάξεις τους και τους αμάχους του Σιντιργί. Παρά την άρνηση του Μεράρχου, πολλές οικογένειες νύκτα εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους και διανυκτέρευσαν κοντά στις θέσεις καταυλισμού των τμημάτων της Μεραρχίας, επιθυμώντας να ακολουθήσουν τα τμήματα το πρωί. Εκείνη τη νύκτα κανένας δεν είχε το κουράγιο να κοιμηθεί, αφού κοντά στους καταυλισμούς είχαν έλθει ακόμη και μητέρες με τα μωρά τους στην αγκαλιά.
Το πρωί της 26ης Αυγούστου η Μεραρχία ετοιμάστηκε νά αφήσει τό Σιντιργί. Διατάχθηκε επίσης να μην επιτραπεί στους πρόσφυγες να ακολουθήσουν τη Μεραρχία, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη στεναχώρια τους και το συνεχή οδυρμό τους. Τα κορίτσια της κωμόπολης, τα οποία, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, σύντομα θα δολοφονούνταν, άρχισαν να πετούν από τα παράθυρα των σπιτιών τους τα μεταξωτά και τα κεντήματα που αποτελούσαν την προίκα τους στους διερχόμενους οπλίτες, λέγοντας τους: «πάρτε τα, αφού δεν μας παίρνετε μαζί, τι να τα κάνουμε»; Στην τύχη τους εγκατέλειψε η Μεραρχία τους δυστυχισμένους κατοίκους της πόλεως, όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις, ελπίζοντας ίσως στην ασφάλεια που θα τους παρείχαν οι αλλόθρησκοι συγχωριανοί τους. Όπως όμως μαθεύτηκε αργότερα, όλοι οι ομοεθνείς κάτοικοι του Σιντιργί σφάχτηκαν και οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν από τούς μουσουλμάνους συγχωριανούς τους.
Τήν επομένη η Ανεξάρτητη Μεραρχία έφθασε στό Κιρκαγάτς. Ακολούθως, έφθασαν Έλληνες και Τούρκοι πρόκριτοι με λευκές σημαίες, οι οποίοι ανέφεραν ότι ο Τούρκος διοικητής της πόλης διατάσει την παράδοση των όπλων, μετά από την οποία οι Έλληνες θα ήταν ελεύθεροι να φύγουν. Όταν ο Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Κωνσταντίνου ρώτησε την αντιπροσωπεία ποια ήταν η δύναμη του εχθρού στο Κιρκαγάτς, αυτοί απάντησαν ότι αποτελούνταν από 5.000 ιππείς και 8.000 πεζούς. Τότε ο Κωνσταντίνου δίχως να διστάσει, τους είπε ότι επιτάσσει την πόλη και ότι θέλει μέσα σε τέσσερις ώρες να του φέρουν στο σταθμό του τραίνου 15.000 οκάδες ψωμιού, 10.000 οκάδες κριθαριού και 2.000 οκάδες τυριού. Επίσης διέταξε να μη ριφθεί ούτε ένας πυροβολισμός από τους Τούρκους, διότι σε ενάντια περίπτωση θα κατέστρεφε την πόλη με το πυροβολικό. Σύντομα, άρχισαν να καταφθάνουν τρόφιμα για τη Μεραρχία, των οποίων η μεταφορά συνεχίστηκε σχεδόν ολόκληρη τη νύκτα. Όλες οι γυναίκες των Τούρκων της κωμόπολης στρώθηκαν στη δουλειά, ζυμώνοντας συνέχεια τις απαιτούμενες ποσότητες ψωμιού, οι δε φούρνοι λειτουργούσαν αδιάκοπα για να προλάβουν το ψήσιμο 15.000 οκάδων ψωμιού.
Οταν η Μεραρχία εξέδωσε διαταγή αναχώρησης παρουσιάστηκαν οι πρόκριτοι των Ελλήνων και των Αρμενίων στο Μέραρχο και δήλωσαν ότι όλοι οι χριστιανοί της πόλεως έχουν αποφασίσει να τον ακολουθήσουν. Μετά από συζήτηση, ο Μέραρχος και οι διοικητές των Συνταγμάτων δέχθηκαν να συμπεριλάβουν 4.000 αμάχους στη φάλαγγα της Μεραρχίας. Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή με μεγάλη χαρά, επειδή αυτοί ήταν σίγουροι ότι η παραμονή τους ισοδυναμούσε με βέβαιο αφανισμό. Μετά την απόφαση αυτή, οι ομογενείς του Κιρκαγάτς εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και δώρισαν τα έπιπλα και τα αγαθά τους σε διάφορους Τούρκους γείτονες τους, ενώ οι ίδιοι μαζί με τα παιδιά και τις γυναίκες τους πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς με ένα σακίδιο στον ώμο.
Στις 31 Αυγούστου η Μεραρχία έφθασε στο Δικελί και επιβιβάσθηκε σε ατμόπλοια, που την μετέφεραν στη Μυτιλήνη. Είχε μαζί της χιλιάδες πρόσφυγες, όλο το υλικό της, ακόμη και το υλικό που είχαν εγκαταλείψει άλλα τμήματά μας. 'Ηταν, αναμφισβήτητα, μια από τις εκλεκτότερες μονάδες της Στρατιάς. Κι όμως η διοίκηση δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευθεί τη μαχητική αξία της. Προορισμός του μαχόμενου Στατού μας δεν ήταν οι ακτές του Αιγαίου - η Καισαρεία, το Αφιόν, η 'Αγκυρα ήταν ο δικός μας προορισμός. Και η Ανεξάρτητη όφειλε να σπεύσει προς ενίσχυση του Φράγκου. Η βοήθειά της θα ήταν πολύτιμη, αποτελεσματική ίσως. Τη στιγμή που μόνο το 5/42, ένα Σύνταγμα μειωμένης δύναμης, κατόρθωνε να συγκρατεί τους Τούρκους, μια ολόκληρη Μεραρχία θα έκανε θαύματα.
Τό πρωϊνό της 18ης Αυγούστου, η Ανεξάρτητος Μεραρχία ξεκίνησε από το Σιδηροδρομικό Σταθμό Αλαγιούντ, με κατεύθυνση την Κιουτάχεια. Ωστόσο, μετά από μια πορεία 4 χιλιομέτρων η Μεραρχία στράφηκε προς νότον, ακολουθώντας την αμαξιτή οδό παραπλεύρως της κοίτης του ποταμού Γύμαρη, ο οποίος βρίσκεται μέσα σε ένα φαράγγι μήκους 18 χιλιομέτρων. Ο Γύμαρης είναι παραπόταμος του Σαγγάριου ποταμού. Εκεί σέ μία στενωπό, η Μεραρχία συνάντησε τά παραμορφωμένα από τά βασανιστήρια καί πολλές φορές ανασκολοπισμένα πτώματα Ελλήνων στρατιωτών. Ηταν οι στρατιώτες του 32ου Συντάγματος τό οποίο είχε εγκαταλείψει ο διοικητής του Π. Σπυρόπουλος, αφήνοντας τούς Ευζώνους του στή μοίρα τους. Ο Σπυρόπουλος ήταν από τίς περιπτώσεις εκείνων των ανίκανων αξιωματικών, ο οποίος είχε προαχθεί από λοχαγός σε αντισυνταγματάρχη μόνο καί μόνο εξαιτίας των πολιτικών του φρονημάτων. Η εκδίωξη άξιων αξιωματικών από τόν Γούναρη, καί η αντικατάστασή του μέ ανίκανους, έφερε τήν καταστροφή στην Μικρά Ασία καί τόν χαμό χιλιάδων στρατιωτών μας.
Η Ανεξάρτητη συνέχισε την πορεία της προς την Κιουτάχεια. Ο Ινονού διέταξε την 1η Μεραρχία Πεζικού, του Νουρεντίν, να την αναχαιτίσει. Κι αμέσως ξεκίνησε μια φονική μάχη, που διήρκεσε 12 ώρες. Οι δύο αντίπαλοι πολέμησαν με λύσσα καί οι Τούρκοι ανατράπηκαν. Ήταν μεγάλες οι απώλειες της μάχης εκείνης. Το 53ο Σύνταγμα είχε σχεδόν αποδεκατισθεί. Η Ανεξάρτητη συνέχισε πρός Ουσάκ. Κανείς δεν γνώριζε την παράδοση του Τρικούπη, όταν τό πρωΐ της 20ης Αυγούστου εμφανίστηκε ένα ελληνικό αεροπλάνο το οποίο, αφού αναγνώρισε τη φάλαγγα, έριξε σιδερένιο δοχείο που περιείχε την διαταγή της Στρατιάς:
"19.8.1922. Προς Ανεξάρτητον Μεραρχίαν. Παρά πάσαν προσδοκίαν, η νότια ομάς Μεραρχιών συγκεντρούται ταχύτατα υπό την πίεσιν του εχθρού ανατολικώς της Φιλαδελφείας. Το Γ΄ Σώμα Στρατού συγκεντρούται άνευ πιέσεως ανατολικώς της Προύσης. Επειδή η τροπή των επιχειρήσεων εις την νότια ομάδα επέφερε σύμπτυξιν ταχυτέραν της αναμενομένης, κανονίσατε την θέσιν σας υποχωρούντες εν ανάγκη και προς βορράν και τρεφόμενοι εκ των πόρων της χώρας. Το Γ΄ Σώμα Στρατού διατάσσεται, όπως δι' αναγνωρίσεων αεροπορικών παρακολουθή την κίνησιν της Μεραρχίας και παρέχη αυτή πάσαν πληροφορίαν περί εχθρικών κινήσεων. Χατζανέστης Διοικητής Στρατιάς"
Το δοχείο περιείχε και προσωπικές πληροφορίες, τις οποίες είχε συλλέξει ο αεροπόρος Ξηρός Γεώργιος κατά τη διάρκεια της πτήσεως του. Από τις πληροφορίες που έδωσε ο αεροπόρος, προέκυπτε ότι το Γ' Σώμα Στρατού συμπτύσσονταν δίχως πίεση και θα μπορούσε, θεωρητικά τουλάχιστον, αντί να υποχωρήσει, να επιτεθεί στα νώτα του εχθρού που καταδίωκε το Νότιο Συγκρότημα όμως αυτό δυστυχώς δεν συνέβη. Μετά τη λήψη της διαταγής και τις προσωπικές πληροφορίες του αεροπόρου, συνεκλήθη το πολεμικό συμβούλιο της Μεραρχίας, κατά τη διάρκεια του οποίου αποφασίστηκε η πορεία προς Γκεντίζ, Σιμάβ, Σιντιργί, Κιρκαγάτς.
Από τη στιγμή εκείνη η πορεία της Ανεξάρτητης θυμίζει εκπληκτικά την κάθοδο των Μυρίων προς τη θάλασσα. Διέσχισε μία περιοχή σχεδόν αμιγώς τουρκική και δεχόμενη συνεχώς τις επιθέσεις του τουρκικού ιππικού, ενέδρες άτακτων, ακόμα καί χωρικών. Καί όμως κατάφερε νά αποκρούσει όλες τίς επιθέσεις καί νά σώσει χιλιάδες Έλληνες και Αρμένιους πρόσφυγες του Κίρκαγατς και της Περγάμου. Χιλιάδες χριστιανικές ψυχές σώθηκαν χάρη στην Ανεξάρτητη Μεραρχία καί τήν γενναιότητα πού επέδειξαν οι αξιωματικοί της καί οι Ευζώνοι της.
Τό μεσημέρι της 20ης Αυγούστου, η Μεραρχία συνέχισε την πορεία της επάνω στην ίδια οδό προς Γκεντίζ. Πλησίον του Χατζί Κιόϊ, η εμπροσθοφυλακή αντίκρισε καί άλλους σωρούς από πτώματα Ελλήνων στρατιωτών, γυμνών και παραμορφωμένων με βγαλμένα μάτια και κομμένα κεφάλια. Προφανώς ανήκαν και αυτοί στο 32ο Σύνταγμα Πεζικού και είχαν σωθεί από την πρώτη ενέδρα των Τούρκων στη στενωπό νότια της Κιουτάχειας. Με τη δύση του ηλίου, σε μια θέση λίγο πριν το Γκεντίζ, η Μεραρχία, μετά από μια πορεία 30 χιλιομέτρων, σταμάτησε για να διανυκτερεύσει. Τα τρόφιμά της είχαν αρχίσει να τελειώνουν, όπως καί τά πολεμοφόδια.
Η Μεραρχία, έχοντας βγάλει το συμπέρασμα ότι το Ουσάκ βρισκόταν ήδη σε τουρκικά χέρια, άρχισε να ετοιμάζεται για την πορεία προς το Σιμάβ που βρισκόταν δυτικά του Γκεντίζ. Μετά το πρωινό ρόφημα και τη διανομή του συσσιτίου της ημέρας, οι λόχοι έκαψαν όλες τις περιττές αποσκευές για να μη δυσχεραίνεται η πορεία.
Όταν η οπισθοφυλακή είχε υπερβεί το χωριό Τσάικιοϊ, δέχτηκε επίθεση από ίλη τουρκικού ιππικού. Η δύναμη αυτή ήταν προπομπός φάλαγγας, δυνάμεως Μεραρχίας, η οποία κινούμενη από Γκεντίζ προς Σιμάβ, σκόπευε να προλάβει την κατάληψη του Σιμάβ από τους Έλληνες. Στις 04.00 της 22ας Αυγούστου η Μεραρχία ξεκίνησε προς το Σιμάβ υπό το σεληνόφως. Γύρω στις 10.00 η εμπροσθοφυλακή εισήλθε στην πόλη, με συντεταγμένη φάλαγγα κατά τετράδες, μαζί με την πυροβολαρχία της και διήλθε από το κέντρο της πόλης, με εντυπωσιακό τρόπο, σαν να επρόκειτο για παρέλαση. Οι κάτοικοι που ήταν στην πλειονότητα τους Τούρκοι, συγκεντρώθηκαν στην αγορά και περιποιήθηκαν τους Έλληνες οπλίτες, φρονίμως ποιούντες, έως ότου ξεκαθαρίσει η συγκεχυμένη κατάσταση. Φαίνεται ότι η εμφάνιση της Ανεξάρτητης Μεραρχίας στο Σιμάβ ήταν αντίθετη με τις ειδήσεις, οι οποίες κυκλοφορούσαν για την πανωλεθρία του Ελληνικού Στρατού στο Αφιόν Καρά Χισάρ.
Οι Ελληνικές δυνάμεις που ήταν εγκαταστημένες στο Σιμάβ είχαν αποχωρήσει πριν τέσσερις ημέρες, όμως στην αγορά υπήρχαν ακόμη ελληνικές επιγραφές. Ο Τούρκος δήμαρχος διατάχθηκε να παρασκευάσει αμέσως ψωμί για τους Έλληνες οπλίτες και να συγκεντρώσει κριθάρι για τα ζώα. Το 2ο επιτελικό γραφείο της Μεραρχίας ανακάλυψε μυστικό τηλέφωνο που συνέδεε το Σιμάβ με το Ντεμιρτζί και χρησιμοποίησε αξιωματικούς που μιλούσαν τουρκικά για να αποσπάσει πληροφορίες από τον Καϊμακάμη του Ντεμιρτζί. Αυτός δε τους πληροφόρησε ότι οι Τούρκοι είχαν καταλάβει το Ουσάκ και προήλαυναν προς τη Φιλαδέλφεια (Αλάσεχιρ). Επειδή αναμενόταν η άφιξη ισχυρής τουρκικής δύναμης στο Σιμάβ, ο Μέραρχος αποφάσισε να αποσύρει τις δυνάμεις του από την πόλη. Γύρω στις 21.00 η Μεραρχία αναχώρησε προς το χωριό Ορελάρ, μετά δε από πορεία 11 χλμ. έφθασε εκεί για να καταυλιστεί.
Η Ανεξάρτητη Μεραρχία ξεκίνησε στις 06.00 της 23ης Αυγούστου προς το Γενίκιοϊ, ενώ είχε φροντίσει να διαδοθεί ότι θα προχωρούσε προς το Ντεμιρτζί που βρισκόταν νότια της κοίτης του ποταμού Σιμάβ. Η πορεία μετά το Γενίκιοϊ συνεχίστηκε προς το Μουτάκιοϊ, στα περίχωρα του οποίου και καταυλίστηκε μετά από πορεία 27 χιλιομέτρων περίπου.
Στίς 25 Αυγούστου έφθασε στό Σιντιργί. Το Σιντιργί ήταν πρωτεύουσα του ομωνύμου καζά του Μπαλίκεσιρ. Τότε είχε περί τους δύο χιλιάδες κατοίκους, από τους οποίους οι μισοί ήταν Έλληνες. Τότε μια μεγάλη επιτροπή των Ελλήνων κατοίκων παρουσιάστηκε στο Μέραρχο και υπέβαλε παράκληση των κατοίκων να ακολουθήσουν τη Μεραρχία, επειδή φοβούνταν τις αντεκδικήσεις των Τούρκων. Ο Μέραρχος ήθελε μεν να βοηθήσει τους ομογενείς, όμως δεν γνώριζε αν συνέφερε να τους πάρει μαζί του. Τελικά αποφάσισε να αρνηθεί το αίτημα, μολονότι οι διοικητές των Συνταγμάτων Πεζικού επιθυμούσαν να συμπεριλάβουν στις τάξεις τους και τους αμάχους του Σιντιργί. Παρά την άρνηση του Μεράρχου, πολλές οικογένειες νύκτα εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και τις περιουσίες τους και διανυκτέρευσαν κοντά στις θέσεις καταυλισμού των τμημάτων της Μεραρχίας, επιθυμώντας να ακολουθήσουν τα τμήματα το πρωί. Εκείνη τη νύκτα κανένας δεν είχε το κουράγιο να κοιμηθεί, αφού κοντά στους καταυλισμούς είχαν έλθει ακόμη και μητέρες με τα μωρά τους στην αγκαλιά.
Το πρωί της 26ης Αυγούστου η Μεραρχία ετοιμάστηκε νά αφήσει τό Σιντιργί. Διατάχθηκε επίσης να μην επιτραπεί στους πρόσφυγες να ακολουθήσουν τη Μεραρχία, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη στεναχώρια τους και το συνεχή οδυρμό τους. Τα κορίτσια της κωμόπολης, τα οποία, όπως απεδείχθη εκ των υστέρων, σύντομα θα δολοφονούνταν, άρχισαν να πετούν από τα παράθυρα των σπιτιών τους τα μεταξωτά και τα κεντήματα που αποτελούσαν την προίκα τους στους διερχόμενους οπλίτες, λέγοντας τους: «πάρτε τα, αφού δεν μας παίρνετε μαζί, τι να τα κάνουμε»; Στην τύχη τους εγκατέλειψε η Μεραρχία τους δυστυχισμένους κατοίκους της πόλεως, όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις, ελπίζοντας ίσως στην ασφάλεια που θα τους παρείχαν οι αλλόθρησκοι συγχωριανοί τους. Όπως όμως μαθεύτηκε αργότερα, όλοι οι ομοεθνείς κάτοικοι του Σιντιργί σφάχτηκαν και οι περιουσίες τους λεηλατήθηκαν από τούς μουσουλμάνους συγχωριανούς τους.
Τήν επομένη η Ανεξάρτητη Μεραρχία έφθασε στό Κιρκαγάτς. Ακολούθως, έφθασαν Έλληνες και Τούρκοι πρόκριτοι με λευκές σημαίες, οι οποίοι ανέφεραν ότι ο Τούρκος διοικητής της πόλης διατάσει την παράδοση των όπλων, μετά από την οποία οι Έλληνες θα ήταν ελεύθεροι να φύγουν. Όταν ο Αντισυνταγματάρχης Ιωάννης Κωνσταντίνου ρώτησε την αντιπροσωπεία ποια ήταν η δύναμη του εχθρού στο Κιρκαγάτς, αυτοί απάντησαν ότι αποτελούνταν από 5.000 ιππείς και 8.000 πεζούς. Τότε ο Κωνσταντίνου δίχως να διστάσει, τους είπε ότι επιτάσσει την πόλη και ότι θέλει μέσα σε τέσσερις ώρες να του φέρουν στο σταθμό του τραίνου 15.000 οκάδες ψωμιού, 10.000 οκάδες κριθαριού και 2.000 οκάδες τυριού. Επίσης διέταξε να μη ριφθεί ούτε ένας πυροβολισμός από τους Τούρκους, διότι σε ενάντια περίπτωση θα κατέστρεφε την πόλη με το πυροβολικό. Σύντομα, άρχισαν να καταφθάνουν τρόφιμα για τη Μεραρχία, των οποίων η μεταφορά συνεχίστηκε σχεδόν ολόκληρη τη νύκτα. Όλες οι γυναίκες των Τούρκων της κωμόπολης στρώθηκαν στη δουλειά, ζυμώνοντας συνέχεια τις απαιτούμενες ποσότητες ψωμιού, οι δε φούρνοι λειτουργούσαν αδιάκοπα για να προλάβουν το ψήσιμο 15.000 οκάδων ψωμιού.
Οταν η Μεραρχία εξέδωσε διαταγή αναχώρησης παρουσιάστηκαν οι πρόκριτοι των Ελλήνων και των Αρμενίων στο Μέραρχο και δήλωσαν ότι όλοι οι χριστιανοί της πόλεως έχουν αποφασίσει να τον ακολουθήσουν. Μετά από συζήτηση, ο Μέραρχος και οι διοικητές των Συνταγμάτων δέχθηκαν να συμπεριλάβουν 4.000 αμάχους στη φάλαγγα της Μεραρχίας. Η απόφαση αυτή έγινε δεκτή με μεγάλη χαρά, επειδή αυτοί ήταν σίγουροι ότι η παραμονή τους ισοδυναμούσε με βέβαιο αφανισμό. Μετά την απόφαση αυτή, οι ομογενείς του Κιρκαγάτς εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και δώρισαν τα έπιπλα και τα αγαθά τους σε διάφορους Τούρκους γείτονες τους, ενώ οι ίδιοι μαζί με τα παιδιά και τις γυναίκες τους πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς με ένα σακίδιο στον ώμο.
Στις 31 Αυγούστου η Μεραρχία έφθασε στο Δικελί και επιβιβάσθηκε σε ατμόπλοια, που την μετέφεραν στη Μυτιλήνη. Είχε μαζί της χιλιάδες πρόσφυγες, όλο το υλικό της, ακόμη και το υλικό που είχαν εγκαταλείψει άλλα τμήματά μας. 'Ηταν, αναμφισβήτητα, μια από τις εκλεκτότερες μονάδες της Στρατιάς. Κι όμως η διοίκηση δεν κατόρθωσε να εκμεταλλευθεί τη μαχητική αξία της. Προορισμός του μαχόμενου Στατού μας δεν ήταν οι ακτές του Αιγαίου - η Καισαρεία, το Αφιόν, η 'Αγκυρα ήταν ο δικός μας προορισμός. Και η Ανεξάρτητη όφειλε να σπεύσει προς ενίσχυση του Φράγκου. Η βοήθειά της θα ήταν πολύτιμη, αποτελεσματική ίσως. Τη στιγμή που μόνο το 5/42, ένα Σύνταγμα μειωμένης δύναμης, κατόρθωνε να συγκρατεί τους Τούρκους, μια ολόκληρη Μεραρχία θα έκανε θαύματα.
Τό Βόρειο Μέτωπο
Τήν ώρα πού ο Κεμάλ εξαπέλυε τήν επίθεσή του στό Αφιόν Καραχισάρ, τό πιό πιθανό σημείο λόγω της πρόσβασης σέ αυτό εφοδίων μέσω της σιδηροδρομικής γραμμής από τό Ικόνιο, τό Γ' Σώμα Στρατού πού βρίσκονταν στό βόρειο τομέα του μετώπου ...αναπαύονταν. Ο Χατζηανέστης δέν έδωσε τίς απαιτούμενες διαταγές γιά νά σπεύσει νά βοηθήσει τα δύο υπόλοιπα Σώματα Στρατού (Α' καί Β') πού κατέρρεαν. Ο υποστράτηγος Σουμίλας, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού είχε στη διάθεση του 43 τάγματα, από τα οποία μόνο τα 22 βρίσκονταν στη πρώτη γραμμή. Υπήρχαν, δηλαδή, οι απαιτούμενες δυνάμεις για ενίσχυση του νότιου συγκροτήματος. Το Γ' Σώμα Στρατού θα μπορούσε να εξαπολύσει πλευρική επίθεση κατά της σφήνας του Κεμάλ. Θα μπορούσε ακόμη ν' αντεπιτεθεί κατά μέτωπο προς αντιπερισπασμό. Θα μπορούσε να διαλέξει μια οποιαδήποτε λύση, εκτός από τη λύση του απαθούς παρατηρητή της συμφοράς. Τή μόνη διαταγή πού τού έδωσε ο Χατζηανέστης, 6 ολόκληρες ημέρες μετά τήν επίθεση της 13ης Αυγούστου στό Αφιόν, ήταν νά υποχωρήσει.
Πράγματι τή νύκτα της 18ης Αυγούστου, τό Γ΄ Σώμα Στρατού εγκατέλειπε τό Δορύλαιον (Εσκή Σεχίρ) καταστρέφοντας τίς αποθήκες καί τή σιδηροδρομική γραμμή. Οι ομογενείς κάτοικοι, όπως ήταν φυσικό, επειδή δέν κατέχονταν από τό πνεύμα του πολυπολιτισμού πού μας φόρτωσαν οι πολιτικοί καί οι δημοσιογράφοι του σήμερα, ακολούθησαν τόν ελληνικό στρατό, εις τήν πρός τήν θάλασσα πορεία. Οι στρατιώτες αλλά ακόμα καί οι αξιωματικοί, στήν πορεία τους μέχρι τά παράλια, δέν είχαν επίγνωση καί ούτε μπορούσαν νά φανταστούν ότι ολόκληρο τό νότιο μέτωπο είχε καταρρεύσει.
Πράγματι τή νύκτα της 18ης Αυγούστου, τό Γ΄ Σώμα Στρατού εγκατέλειπε τό Δορύλαιον (Εσκή Σεχίρ) καταστρέφοντας τίς αποθήκες καί τή σιδηροδρομική γραμμή. Οι ομογενείς κάτοικοι, όπως ήταν φυσικό, επειδή δέν κατέχονταν από τό πνεύμα του πολυπολιτισμού πού μας φόρτωσαν οι πολιτικοί καί οι δημοσιογράφοι του σήμερα, ακολούθησαν τόν ελληνικό στρατό, εις τήν πρός τήν θάλασσα πορεία. Οι στρατιώτες αλλά ακόμα καί οι αξιωματικοί, στήν πορεία τους μέχρι τά παράλια, δέν είχαν επίγνωση καί ούτε μπορούσαν νά φανταστούν ότι ολόκληρο τό νότιο μέτωπο είχε καταρρεύσει.
«Εκεί, εις τά γελαστά παράλια του Μαρμαρά, εκεί περί τήν Ασκανίαν λίμνην, περί τήν αρχαίαν Νικαίαν, εις τήν εκκλησίαν της οποίας συνεκροτήθη η Α' Οικουμενική Σύνοδος, επέπρωτο νά γραφή ένα ακόμη οδυνηρό κεφάλαιον της μικρασιατικής συμφοράς, πού αξίζει νά περιγραφή, διότι καί εις αυτό μάς δίδεται παραστατικώτερα ακόμα η μορφή της ανίερου αυτής συμμαχίας πού είχαν συνάψει, ο χριστιανοί σύμμαχοι της Ελλάδος μέ τούς εχθρούς της Ελλάδος καί μέ μοναδικόν σκοπόν τήν εξόντωσιν ενός χριστιανικού στρατού καί ενός χριστιανικού πληθυσμού....
Οι χριστιανοί Γάλλοι είχαν γίνει προστάται τού Τούρκου, παρ' όσας προσβολάς καί αν υπέστησαν εις τήν Σμύρνην καί προηγουμένως εις τήν Κιλικίαν από τούς κεμαλικούς. Χαρακτηριστικόν είναι τούτο: Αντί νά ενδιαφερθούν διά τήν τύχην των χιλιάδων προσφύγων, ενδιαφέρθησαν διά τά τουρκικά τζαμιά της Προύσσης, τά οποία βεβαίως δέν εκινδύνευαν από τούς Ελληνας....
Εις τήν περιοχήν των Μουδανιών καί της Κίου είχαν συγκεντρωθεί χιλιάδες προσφύγων αναζητούντων τρόπον διαφυγής. Η 11η Μεραρχία καί τό απόσπασμα Ζήρα πού εκάλυπταν τήν υποχώρησιν του όλου Γ' Σώματος διεξήγαγον σκληρόν αγώνα πρός τούς Τούρκους πού επεδίωκαν νά φθάσουν εις τήν θάλασσαν διά νά διακόψουν τήν επιβίβασιν καί τήν διαφυγήν των προσφύγων. Είχαν δέ φθάσει τά γυναικόπεδα καί οι άλλοι πρόσφυγες νά υπερβαίνουν τάς 25.000. Επάνω από όλα τά αυτά τά πλήθη υψώνετο η σκιά του θανάτου, όταν εις τήν πόλιν έφθασε τό απόσπασμα Ζήρα, τό οποίον από της 25ης μέχρι της 28ης διεξήγαγε σκληράς μάχας. Γαλλικό τμήμα επεχείρησε νά εμποδίση τάς κινήσεις του. Ο σκληροτράχηλος όμως συνταγματάρχης Ζήρας μέ αποφασιστικότητα απηξίωσε καί ν' απαντήση. Εισήλθεν εις τά Μουδανιά επέβαλε τήν τάξιν καί διηυκόλυνε τήν διοχέτευσιν των προσφύγων πρός τήν Πάνορμον...
Εις τά Μουδανιά είχαν αποβιβασθή Γάλλοι πεζοναύται καί ο επι κεφαλής αυτών εδήλωσε πρός Ελληνας αξιωματικούς:
"Εάν νικήσετε τούς Τούρκους καί αυτοί μου ζητήσουν νά τούς καλύψω μέ τήν σημαίαν της Γαλλικής Δημοκρατίας, έχω διαταγήν νά τούς καλύψω. Εάν συμβή τό αντίθετον, είμαι δυστυχώς υποχρεωμένος νά σας παραδώσω εις τούς Τούρκους."»
Χρονικόν Μεγάλης Τραγωδίας - Χρήστος Αγγελομάτης
Οπως φαίνεται καί από τήν αναφορά του Αγγελομάτη, οι Γάλλοι είχαν αλλάξει στρατόπεδο καί όντως παρέδωσαν πολλούς Ελληνες τόσο στρατιώτες όσο καί αμάχους στά χέρια των κεμαλικών θηρίων. Αυτοί είναι οι Γάλλοι πού καταδίκασαν σέ σφαγή ολόκληρο τό χριστιανικό στοιχείο της Μικράς Ασίας. Γιά αυτούς τούς Γάλλους, εμείς 18 χρόνια αργότερα θά πολεμούσαμε εναντίον των Γερμανών καί θά είχαμε καί άλλους νεκρούς, ενώ οι φίλοι τους οι Τούρκοι θά παρέμεναν ουδέτεροι καί θά τροφοδοτούσαν τόν Χίτλερ μέ πρώτες ύλες γιά τά εργοστάσιά του.
Καί είχε φθάσει δυστυχώς η ώρα της 11ης Μεραρχίας η οποία κάλυπτε τά νώτα του Γ΄ Σώματος. Ο διοικητής της Νικόλαος Κλαδάς είχε διαλέξει ένα ορεινό δρομολόγιο κατά τήν υποχώρηση καί αποκόπηκε πλήρως από τίς υπόλοιπες Μεραρχίες. Η επικοινωνία της 11ης μέ τό επιτελείο του Γ' Σώματος μέσω ασυρμάτου ήταν αδύνατη λόγω παρεμβολών από τά γαλλικά πολεμικά πού ήταν ελλιμενισμένα στά Μουδανιά. Οταν η 11η πλησίαζε στά παράλια, κυκλώθηκε στήν κοιλάδα των Μουδανιών, καί αποδεκατίστηκε από τό πυροβολικό της 19ης Τουρκικής Μεραρχίας. Τήν 30η Αυγούστου, ο Μέραρχος Κλαδάς έστειλε τόν αρχηγό του πυροβολικού νά ζητήσει παράδοση από τόν Τούρκο στρατηγό. Πολλοί αξιωματικοί καί οπλίτες προτίμησαν νά μήν παραδωθούν καί δραπέτευσαν μέχρι τά Μουδανιά. Οσους έπιαναν οι Γάλλοι τούς παρέδιδαν στούς Τούρκους. Τελικώς τό Γ' Σώμα Στρατού μέσω των λιμένων τής Πανόρμου καί της Αρτάκης έφθασε στή Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης.
Καί είχε φθάσει δυστυχώς η ώρα της 11ης Μεραρχίας η οποία κάλυπτε τά νώτα του Γ΄ Σώματος. Ο διοικητής της Νικόλαος Κλαδάς είχε διαλέξει ένα ορεινό δρομολόγιο κατά τήν υποχώρηση καί αποκόπηκε πλήρως από τίς υπόλοιπες Μεραρχίες. Η επικοινωνία της 11ης μέ τό επιτελείο του Γ' Σώματος μέσω ασυρμάτου ήταν αδύνατη λόγω παρεμβολών από τά γαλλικά πολεμικά πού ήταν ελλιμενισμένα στά Μουδανιά. Οταν η 11η πλησίαζε στά παράλια, κυκλώθηκε στήν κοιλάδα των Μουδανιών, καί αποδεκατίστηκε από τό πυροβολικό της 19ης Τουρκικής Μεραρχίας. Τήν 30η Αυγούστου, ο Μέραρχος Κλαδάς έστειλε τόν αρχηγό του πυροβολικού νά ζητήσει παράδοση από τόν Τούρκο στρατηγό. Πολλοί αξιωματικοί καί οπλίτες προτίμησαν νά μήν παραδωθούν καί δραπέτευσαν μέχρι τά Μουδανιά. Οσους έπιαναν οι Γάλλοι τούς παρέδιδαν στούς Τούρκους. Τελικώς τό Γ' Σώμα Στρατού μέσω των λιμένων τής Πανόρμου καί της Αρτάκης έφθασε στή Ραιδεστό της Ανατολικής Θράκης.
Σεβδίκιοϊ
Παραθέτω αυτούσιο ένα απόσπασμα από τίς "Χαμένες Πατρίδες" του Γιάννη Καψή, τό οποίο καταδεικνύει τήν εγκατάλειψη καί στήν συνέχεια τήν σφαγή από τούς αλλόθρησκους κατακτητές, γηγενών ελληνικών πληθυσμών της Μικράς Ασίας, οι οποίοι είχαν συνεχή παρουσία 3.000 ετών καί παραπάνω. Καί θά επαναλαμβάνω όσο καί αν κουράζει - άλλωστε αυτό δέν πράττουν οι Εβραίοι καί οι Αρμένιοι γιά τά δικά τους δεινά, καί δικαιώθηκαν; - ότι γιά αυτή τή γενοκτονία πρέπει νά δώσει εξηγήσεις κάποτε τό τουρκικό έθνος, αλλά καί οι ηθικοί αυτουργοί Αγγλοι, Αμερικάνοι, Σοβιετικοί Ρώσοι, Ιταλοί καί Γάλλοι.
Καί γιά νά αποδίδονται ευθύνες σέ όλους, υπαίτιοι γιά αυτό είναι τόσο οι δεξιοί τύπου Βλάχου μέ τό άρθρο του "Οίκαδε", ο οποίος θεωρούσε σπίτι των Ελλήνων μόνο τήν Αθήνα, η προδοτική βασιλική κυβέρνηση του Γούναρη, οι κεντρώοι Αμυνίτες πού κάθονταν στήν Κωνσταντινούπολη τήν ώρα πού οι συνάδελφοί τους πέθαιναν στό Αφιόν Καραχισάρ, όσο καί οι αριστεροί λακέδες του Λένιν που αδιαφόρησαν πλήρως γιά τούς Ιωνες αδελφούς μας, τήν ίδια ώρα πού ζητούσαν αυτονομία γιά τούς ...Μακεδόνες καί τους Θράκες!
Καί γιά νά αποδίδονται ευθύνες σέ όλους, υπαίτιοι γιά αυτό είναι τόσο οι δεξιοί τύπου Βλάχου μέ τό άρθρο του "Οίκαδε", ο οποίος θεωρούσε σπίτι των Ελλήνων μόνο τήν Αθήνα, η προδοτική βασιλική κυβέρνηση του Γούναρη, οι κεντρώοι Αμυνίτες πού κάθονταν στήν Κωνσταντινούπολη τήν ώρα πού οι συνάδελφοί τους πέθαιναν στό Αφιόν Καραχισάρ, όσο καί οι αριστεροί λακέδες του Λένιν που αδιαφόρησαν πλήρως γιά τούς Ιωνες αδελφούς μας, τήν ίδια ώρα πού ζητούσαν αυτονομία γιά τούς ...Μακεδόνες καί τους Θράκες!
«Στο Σεβδίκιοϊ
Οι άνδρες του Ζεγγίνη, ανύποπτοι της τραγωδίας, πριν λίγες μέρες, πληροφορούνται, απο ακριτομυθίες, ότι σπεύδουν να παραδοθούν. Είναι κυκλωμένοι - έτσι τουλάχιστον τους λένε - και δεν έχουν την παραμικρή ελπίδα. Και το ακμαίο μέχρι τότε ηθικό τους κατακερματίζεται. Μια εμπειροπόλεμη μονάδα μεταβάλλεται ξαφνικά σε μπουλούκι άτακτων. Και το μπουλούκι αυτό περνά απ' το Σεβδίκιοϊ.
'Ηταν το Σεβδίκιοϊ μια γωνιά της μικρασιατικής γης ακραιφνώς ελληνική. Οι 17.000 κάτοικοι της ήταν, μέχρις ενός, Έλληνες - και υπέροχοι Έλληνες. Ήταν φημισμένοι για τη πατροπαράδοτη φιλοξενία τους και τα πλούτη τους. Ονομαστοί για τα βαρύτιμα σαλβάρια τους, τα γιορτινά. Τηρούσαν ευλαβικά, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όλες τις χριστιανικές γιορτές. Τηρούσαν ακόμη και τις εθνικές γιορτές - γιόρταζαν και την 25η Μαρτίου, χωρίς οι Τούρκοι να τολμούν να τους εμποδίσουν. Γιατί, περισσότερο κι απ' τη φιλοξενία τους, περισσότερο κι απ' τα πλούτη τους, ήταν φημισμένοι για τη παλικαριά τους οι Σεβδικιανοί.
Μόλις έμαθαν, ότι έφθασε ο Στρατός μας, οι Σεβδικιανοί ξεχύθηκαν στους δρόμους. Ξεχύθηκαν, όχι για να τους χειροκροτήσουν - να τους εμψυχώσουν προσπάθησαν. - Πού πάτε, βρε παλικάρια; τους φώναξαν. Τους Τούρκους, μωρέ φοβάστε; Ρωτήστε εμάς.
Θύμιζε αρχαία ελληνική τραγωδία η διέλευση των ανδρών του Ζεγκίνη από το Σεβδίκιοϊ - ήταν σπαρακτικό το θέαμα. Περνούσαν με σκυφτό το κεφάλι οι στρατιώτες μας; προσπαθούσαν να κρύψουν την ντροπή τους. Δεν άφηναν πίσω τους μόνο άοπλους χωρικούς, άφηναν και γυναίκες και παιδιά απροστάτευτα στη μανία των Τούρκων. Κι οι λεβεντόκορμες Σεβδικιανές είχαν στηθεί στις αυλόπορτες των σπιτιών τους, κρατώντας τα παιδιά στην αγκαλιά τους, κι είχε το βλέμμα τους κλεισμένη όλη τη περηφάνια της φυλής μας. Καινούργιες Σπαρτιάτισσες, δεν έκλαιγαν, δεν κτυπιόντουσαν. Κοιτούσαν περιφρονητικά αυτούς που έφευγαν.
Κι οι στρατιώτες μας έσκυβαν πιότερο το κεφάλι, πώς να τις αντικρίσουν; - έφευγαν.
- Σταθήτε, παιδιά... Σταθήτε να πολεμήσουμε μαζί...
Πόσοι δεν θά θελαν να μείνουν! Και τη ζωή τους θάδιναν για να μην υποστούν το μαρτύριο του εξευτελισμού. Χρειάζεται, όμως, ατσαλένια νεύρα για να ξεκόψει κανείς από το μπουλούκι. Κι ύστερα, να μείνει, να πολεμήσει, αλλά πού; Πώς θα μπορούσε ν' απαιτήσει κανείς από τ' άμοιρα παλικάρια να μείνουν και να πολεμήσουν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τα σπίτια τους, όταν μια ολόκληρη Στρατιά υποχωρούσε;
- Σταθήτε, παιδιά... Σταθήτε να πολεμήσουμε μαζί...
Κανείς δεν τους άκουγε. Και τότε άρχισαν να τους παρακαλούν:
- Έλληνες, αφήστε μας τουλάχιστον τα όπλα σας. Εμείς δεν φεύγουμε, θα μείνουμε.
Ένας νεαρός ανθυπολοχαγός, με τα μάτια γεμάτα δάκρυα, αγκαλιάζει έναν γέρο, που του ζητούσε το πιστόλι του:
- Έλα, γέρο μαζί μας, πάμε στα βαπόρια. Θα σκοτωθήτε εδώ. Έλα...
Αλλ' ο γέρος έχει καρδιά παλικαριού. Μένει ακλόνητος. Κι' ο ανθυπολοχαγός του δίνει το πιστόλι του και, με μια απότομη κίνηση, ξεσχίζει τις επωμίδες του. Τ' άμοιρο παλικάρι ένιωθε ντροπή να τις φορά, όταν άφηνε στους γέρους τη θέση του. Μήπως, όμως, έφταιγε αυτός;
Οι Σεβδικιανοί κάνουν τώρα έρανο - μαζεύουν όπλα. Κάποιος λοχίας, πανύψηλος σαν γίγας, προχωρεί σκυμμένος, κρατώντας το πολυβόλο στον ώμο του. Ένας από τους προεστούς, ένας γέρος με κατάλευκα γένια, τον πλησιάζει και τον σταματά:
- Στάσου, ωρέ παλικάρι. Δώσε μου το πολυβόλο σου. Εσένα δεν σου χρειάζεται πια.
Αλλ' ο λοχίας τον αποπαίρνει:
- Φεύγα από μπροστά μου, γέρο... Αφησε τους παλικαρισμούς...
Και τότε η τραγωδία κορυφώθηκε: Ο γέρο - Σεβδικιανός, προσβεβλημένος από τα λόγια του λοχία, κάνει ένα νεύμα στα παλικάρια του. Και οι νεαροί χωριανοί του, που εκλιπαρούσαν τους στρατιώτες μας, ορμούν εναντίον τους και τους αφοπλίζουν. Τα όπλα σ' αυτούς άξιζαν.
Έγραψαν μια ωραία σελίδα οι Σεβδικιανοί στην Ιστορία της Φυλής μας. Σήμερα, όμως, αναρωτιέται κανείς: 'Αξιζε η θυσία τους; Οπλισμένοι με τα όπλα του Στρατού μας, όταν οι Τούρκοι τόλμησαν να μπουν στο χωριό τους, υπέστησαν πανωλεθρία. Μανιασμένος ο Νουρεντίν στέλνει εναντίον τους ιππικό και πυροβόλα. Κι οι Σμυρνιοί, για μια ολόκληρη μέρα, ακούν την οχλοβοή της μάχης του Σεβδίκιοϊ. Δυστυχώς, οι λεπτομέρειες της μάχης εκείνης δεν θα γίνουν γνωστές ποτέ. Κανείς από τους γενναίους Σεβδικιανούς, κανείς απ' αυτούς, που πολέμησαν, δεν έζησε, για να διηγηθεί τι συνέβη. Σκοτώθηκαν, έπεσαν μέχρι του τελευταίου, πολεμώντας για την ελευθερία τους - σφράγισαν με το αίμα τους την ελληνικότητα του χωριού τους.
Την ίδια ώρα, τη στιγμή, που οι Σέβδικιανοί πολεμούσαν, ο Ζεγγίνης πραγματοποιούσε το σκοπό του - παραδινόταν στους Τούρκους μαζί με 23 αξιωματικούς του και 1.000 στρατιώτες. Η παράδοση έγινε σ' ένα προάστειο της Σμύρνης, τον Παράδεισο. Κι αμέσως οι Τούρκοι έσυραν τους αξιωματικούς και πολλούς υπαξιωματικούς στη Μαγνησία. Υπήρχαν εκεί κι άλλοι αξιωματικοί μας αιχμάλωτοι. Και τους έσφαξαν όλους, μέχρις ενός.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου